γευστέον
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
A one must make to taste, τινὰ αἵματος Pl.R.537a.
Greek (Liddell-Scott)
γευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ γεύω, καὶ γεύομαι, τινά τινος Πλάτ. Πολιτ. 537A.
Spanish (DGE)
hay que hacer probar fig., c. gen. τοὺς παῖδας ... αἵματος e.d. sentir la violencia de la guerra, Pl.R.537a.
Greek Monotonic
γευστέον: ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γευστέον, adj. verb. van γεύω, men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.