οὐλαμώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμώνῠμος Medium diacritics: οὐλαμώνυμος Low diacritics: ουλαμώνυμος Capitals: ΟΥΛΑΜΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: oulamṓnymos Transliteration B: oulamōnymos Transliteration C: oulamonymos Beta Code: ou)lamw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)

   A named from the armed throng (οὐλαμός), epith. of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epith. of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).

German (Pape)

[Seite 412] nach den Kriegerschaaren benannt, Lycophr. 183. Andere schreiben οὐλαδώνυμος, nach der Gerste οὐλαί, od. nach der Hirtentasche οὐλάς benannt.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι-ώνυμος)].