συνδιαζώννυμι

Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

in Pass.,

   A to be linked by aspect with a planet, of the moon, Cat.Cod.Astr.8(3).103.3.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].

Greek Monolingual

Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].