φιλόκωμος

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκωμος Medium diacritics: φιλόκωμος Low diacritics: φιλόκωμος Capitals: ΦΙΛΟΚΩΜΟΣ
Transliteration A: philókōmos Transliteration B: philokōmos Transliteration C: filokomos Beta Code: filo/kwmos

English (LSJ)

ον,

   A fond of feasting and dancing, epith. of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς AP5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67.

German (Pape)

[Seite 1281] lustige Gelage u. Umzüge liebend; Anakreon, Simon. 51; πηκτίς Mel. 60 (V, 175).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κώμους, τὰς διασκεδάσεις μετ’ εὐωχίας καὶ χοροῦ, ἐπίθ. τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. (;) 179· πηκτὶς Ἀνθολ. Παλατ. 5. 175.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις
2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Ανακρέοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ. κραιπαλό -κωμος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόκωμος: любящий веселые пиры или шествия (πηκτίς Anth.).