τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: ψιμυθιστής | Medium diacritics: ψιμυθιστής | Low diacritics: ψιμυθιστής | Capitals: ΨΙΜΥΘΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: psimythistḗs | Transliteration B: psimythistēs | Transliteration C: psimythistis | Beta Code: yimuqisth/s |
οῦ, ὁ,
A one who paints with white lead or cosmetics, Gloss.
ψιμῠθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.
ὁ, ΜΑ ψιμυθίζω
αυτός που αλείφεται με ψιμύθιο ή με άλλο καλλυντικό.