τριάνωρ
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ἡ,
A she that has had three husbands, of Helen, Lyc.851.
Greek (Liddell-Scott)
τριάνωρ: [ᾱ], ἡ, ἡ τρεῖς ἄνδρας λαβοῦσα, ἡ Ἑλένη, Λυκόφρ. 851, κατὰ τὸν Σχολ. «πολύανδρος».
Greek Monolingual
-ορος, ἡ, Α
(για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].