τριάνωρ

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐάνωρ Medium diacritics: τριάνωρ Low diacritics: τριάνωρ Capitals: ΤΡΙΑΝΩΡ
Transliteration A: triánōr Transliteration B: trianōr Transliteration C: trianor Beta Code: tria/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ἡ, she that has had three husbands, of Helen, Lyc.851.

Greek (Liddell-Scott)

τριάνωρ: [ᾱ], ἡ, ἡ τρεῖς ἄνδρας λαβοῦσα, ἡ Ἑλένη, Λυκόφρ. 851, κατὰ τὸν Σχολ. «πολύανδρος».

Greek Monolingual

-ορος, ἡ, Α
(για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυάνωρ].

German (Pape)

ἡ, κόρη, die drei Männer gehabt hat, Helena, Lycophr. 851.