ἀπρόθεσμος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόθεσμος Medium diacritics: ἀπρόθεσμος Low diacritics: απρόθεσμος Capitals: ΑΠΡΟΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: apróthesmos Transliteration B: aprothesmos Transliteration C: aprothesmos Beta Code: a)pro/qesmos

English (LSJ)

ον,

   A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖναδεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμοςχρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.

Spanish (DGE)

-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόθεσμος, -ον)
αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.