κληρωτής
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who presided over elections by lot or distributions of jurors, Poll.9.44; Dor. κλᾱρωτὰς δικαστᾶν Maiuri Nuova Silloge18.
German (Pape)
[Seite 1452] ὁ, der durchs Loos Erwählende, Poll. 9, 44. – Bei K. S. auch = Besitzer.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτής: -οῦ, ὁ, = κληρωτός, Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = κληρονόμος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) κληρώ
1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο
2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).