ἀμφοδάρχης

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοδάρχης Medium diacritics: ἀμφοδάρχης Low diacritics: αμφοδάρχης Capitals: ΑΜΦΟΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: amphodárchēs Transliteration B: amphodarchēs Transliteration C: amfodarchis Beta Code: a)mfoda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (

   A ἄμφοδον 11) officer commanding troops levied in a ward, Ph.Bel.93.8: also a civil official, OGI483.82 (Pergam.), Wilcken Chrest.61 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 145] ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοδάρχης: ὁ, ἐπιστάτης μιᾶς ἀμφόδου, Φίλ. Βελοπ. σ. 93. 8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἀναμφοδάρχης PStras.220.2 en BL 3.233
funcionario fiscal responsable de un distrito, BGU 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), PGen.4.10 (I a.C.), PLond.604B.153 (I a.C.), POxy.2756.1 (I a.C.), PWarren 2.16 (I a.C.), OGI 483.82 (Pérgamo II a.C.), PSI 1062.3 (II a.C.), PStras.l.c.
en tiempo de guerra con func. milit., Ph.Bel.93.8.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφοδάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + -αρχης < ἄρχω].
(II)
ο αρχ.
αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας κατά συνοικίες.