νεφελοστάσια
From LSJ
English (LSJ)
[στᾰ], τά, (
A νεφέλη 111, ἵστημι) place where nets are set to catch birds, Id.1928.37.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελοστάσια: τά, (νεφέλη ΙΙΙ, ἵστημι) τόπος, ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27.
Greek Monolingual
νεφελοστάσια, τὰ (Μ)
τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο-στάσιον].