κνισολοιχία

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσολοιχία Medium diacritics: κνισολοιχία Low diacritics: κνισολοιχία Capitals: ΚΝΙΣΟΛΟΙΧΙΑ
Transliteration A: knisoloichía Transliteration B: knisoloichia Transliteration C: knisoloichia Beta Code: knisoloixi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of fat or roast meat, Sophil.5.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσολοιχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ λίπος ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1.

Greek Monolingual

κνισολοιχία, ἡ (Α) κνισολοιχός
το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος.