μαστιγιάω
From LSJ
English (LSJ)
Com. Desiderat. of μαστίζω,
A long for, i.e. deserve, a whipping, Eup.429.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγιάω: κωμ. ἐφετ. τοῦ μαστίζω, ἐπιθυμῶ μαστίγωσιν, δηλ. εἶμαι ἄξιος μαστιγώσεως, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 105· - παρ’ Ἡσυχ. μαστιγωτιάω, ἐν λ. σπαταλᾷς.