μαιόομαι

From LSJ
Revision as of 17:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιόομαι Medium diacritics: μαιόομαι Low diacritics: μαιόομαι Capitals: ΜΑΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: maióomai Transliteration B: maioomai Transliteration C: maioomai Beta Code: maio/omai

English (LSJ)

   A = μαιεύομαι,    1 of a midwife, deliver a woman, Call. Jov.35, Luc.DDeor.16.2, cf. Plu.2.999c; ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ' ἔτικτε AP9.80 (Leon.); ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι IG 14.967; of Hephaestus at the birth of Athena, Corn.ND19: abs., practise midwifery, Sor.1.80: in pass. sense, ὑφ' ἧς μαιωθεῖσα Apollod. 1.4.1.    2 of the mother, to be delivered of, ἣν… οὐ μαιώσατο μήτηρ Coluth.181, cf. Nonn.D.4.437, etc.    II of a nurse, suckle, μαζῷ τινα ib.8.186.    III Act. only late, of dawn bringing forth day, Jo.Gaz.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μαιόομαι: μέλλ. -ώσομαι, ἀποθ., -μαιεύομαι, 1) ἐπὶ μαίας, ἐλευθερώνω γυναῖκα, βοηθῶ αὐτὴν νὰ γεννήσῃ, Καλλ. εἰς Δία 35, Πλούτ. 2. 999C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ’ ἔτικτε Ἀνθ. Π. 9. 80· ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5974Β. 4· - ἐπὶ παθητ. σημασ., ὑφ’ ἧς μαιωθεῖσα Ἀπολλόδ. 1. 4, 1. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, «ἐλευθεροῦμαι», γεννῶ, ἣν... οὐ μαιώσατο μήτηρ Κόλουθ. 180, πρβλ. Νόνν. Δ. 4. 437, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τροφοῦ, «βυζαίνω», θυλάζω, μαζῷ τινα Νόνν. Δ. 8. 186.

Greek Monotonic

μαιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αποθ. μαιεύομαι, ξεγεννώ μια γυναίκα, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μαιόομαι: Plut., Luc., Anth. = μαιεύομαι.

Middle Liddell

μαιόομαι,
Dep. to deliver a woman, Luc., Anth. = μαιεύομαι