λιτανευτικός
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for praying, Sch.A.Supp. 809.
Greek (Liddell-Scott)
λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.
Greek Monolingual
λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.