ναύπρηστις

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύπρηστις Medium diacritics: ναύπρηστις Low diacritics: ναύπρηστις Capitals: ΝΑΥΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: naúprēstis Transliteration B: nauprēstis Transliteration C: naypristis Beta Code: nau/prhstis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj.

   A burning ships, EM 598.43.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.

Greek Monolingual

ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βού-πρηστις, κυνό-πρηστις].