ξανθόλευκος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ον,
A pale yellow, Gal.17(1).835.
Greek Monolingual
ξανθόλευκος, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος.