ξανθόλευκος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόλευκος Medium diacritics: ξανθόλευκος Low diacritics: ξανθόλευκος Capitals: ΞΑΝΘΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: xanthóleukos Transliteration B: xantholeukos Transliteration C: ksantholefkos Beta Code: canqo/leukos

English (LSJ)

ξανθόλευκον, pale yellow, Gal.17(1).835.

Greek Monolingual

ξανθόλευκος, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος.