ωχρόλευκος
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
-η, -ο / ὠχρόλευκος, -ον, ΝΜΑ
ασπροκίτρινος, κιτρινωπός (α. «της λατρείας τ' ωχρόλευκο λιβάνι», Παλαμ.
β. «φέρει ἄνθος ὠχρόλευκον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + λευκός.