Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: πᾰπῡρικός | Medium diacritics: παπυρικός | Low diacritics: παπυρικός | Capitals: ΠΑΠΥΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: papyrikós | Transliteration B: papyrikos | Transliteration C: papyrikos | Beta Code: papuriko/s |
ή, όν,
A of papyrus, ἕλος BGU 1121.10,18 (i B. C.).
-ή, -ό / παπυρικός, -ή, -όν, ΝΑ πάπυρος
ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα»).