παμπλείων

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπλείων Medium diacritics: παμπλείων Low diacritics: παμπλείων Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pampleíōn Transliteration B: pampleiōn Transliteration C: pampleion Beta Code: pamplei/wn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.

Greek (Liddell-Scott)

παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).

Greek Monolingual

παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.

Russian (Dvoretsky)

παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.