πεπονημένως

From LSJ
Revision as of 18:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπονημένως Medium diacritics: πεπονημένως Low diacritics: πεπονημένως Capitals: ΠΕΠΟΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peponēménōs Transliteration B: peponēmenōs Transliteration C: peponimenos Beta Code: peponhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass.,

   A elaborately, Ael.NA in epilogo.    2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.

German (Pape)

[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα και με προσοχή
2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πονῶ].