ποτιψαφίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., Dor. for προσψη-,
A vote in addition, ἀγῶνα Melanges Glotz 290 (Delph., ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσψηφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)].
Full diacritics: ποτιψᾱφίζομαι | Medium diacritics: ποτιψαφίζομαι | Low diacritics: ποτιψαφίζομαι | Capitals: ΠΟΤΙΨΑΦΙΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: potipsaphízomai | Transliteration B: potipsaphizomai | Transliteration C: potipsafizomai | Beta Code: potiyafi/zomai |
Med., Dor. for προσψη-,
A vote in addition, ἀγῶνα Melanges Glotz 290 (Delph., ii B.C.).
Α
(δωρ. τ.) προσψηφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)].