κρίνινος
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A made of lilies, μύρον PMag.Lond.46.223 (iv A. D.); ἔλαιον Gal.11.872, PMag.Lond.121.631 (iii A. D.); κ., τό, PMag.Leid.W.9.13(ii/iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
κρίνινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κρίνων, μύρον Πολύβ. 31. 4, 2· ἔλαιον Γαλην. τ. 19, σ. 70, 14.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κρίνινος, -ίνη, -ον) κρίνος
1. παρασκευασμένος από κρίνα
2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη της λ. μύρον) κρίνινον
μύρο από κρίνα.
Russian (Dvoretsky)
κρίνινος: (ρῐ) приготовленный из лилий (μύρον Polyb.).