μακρόχηλος

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A with long hoofs, v.l. in Str.17.3.19.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς χηλάς, Στράβ. 835.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sabots allongés, aux longues griffes.
Étymologie: μακρός, χηλή.

Greek Monolingual

μακρόχηλος, -ον (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δί-χηλος, μονό-χηλος].

Greek Monotonic

μακρόχηλος: -ον (χηλή), αυτός που έχει μακριές χηλές, απολήξεις, νύχια των ποδιών σε ζώα όπως το άλογο, τα μηρυκαστικά κ.λπ., σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρό-χηλος, ον χηλή
with long hoofs, Strab.