λιθογλύπτης

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογλύπτης Medium diacritics: λιθογλύπτης Low diacritics: λιθογλύπτης Capitals: ΛΙΘΟΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: lithoglýptēs Transliteration B: lithoglyptēs Transliteration C: lithoglyptis Beta Code: liqoglu/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sculptor in stone, Gloss.

German (Pape)

[Seite 44] ὁ, Steinschneider, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλύπτης: -ου, ὁ, λιθοξόος, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογλύπτης)
λιθογλύφος, λιθοξόος
νεοελλ.
ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική.