μεταλλακτός

From LSJ
Revision as of 19:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλακτός Medium diacritics: μεταλλακτός Low diacritics: μεταλλακτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: metallaktós Transliteration B: metallaktos Transliteration C: metallaktos Beta Code: metallakto/s

English (LSJ)

όν,

   A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.).    II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.

English (Slater)

μεταλλακτός
   1 to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.

Greek Monotonic

μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλακτός:
1) изменившийся, переменившийся (δαίμων Aesch.);
2) подлежащий изменению Pind.

Middle Liddell

μεταλλακτός, όν verb. adj.]
changed, altered, Aesch.