μυόβρωτος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόβρωτος Medium diacritics: μυόβρωτος Low diacritics: μυόβρωτος Capitals: ΜΥΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myóbrōtos Transliteration B: myobrōtos Transliteration C: myovrotos Beta Code: muo/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μυόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.

Greek Monolingual

μυόβρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό-βρωτος].