πανωνία

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνωνία Medium diacritics: πανωνία Low diacritics: πανωνία Capitals: ΠΑΝΩΝΙΑ
Transliteration A: panōnía Transliteration B: panōnia Transliteration C: panonia Beta Code: panwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A general sale of wares, Zos.2.38.

German (Pape)

[Seite 466] ἡ, Verkauf von allerlei Waaren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνωνία: ἡ, ἀγορὰ ἢ πώλησις πραγμάτων παντὸς εἴδους, Ζώσιμ. 2, 38.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ-ωνία].