πολυτεχνής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτεχνής Medium diacritics: πολυτεχνής Low diacritics: πολυτεχνής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: polytechnḗs Transliteration B: polytechnēs Transliteration C: polytechnis Beta Code: polutexnh/s

English (LSJ)

ές,

   A wrought with much art, Orph.A.585.

German (Pape)

[Seite 674] ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτεχνής: -ές, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α-τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].