συαγριόμορφος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγριόμορφος Medium diacritics: συαγριόμορφος Low diacritics: συαγριόμορφος Capitals: ΣΥΑΓΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: syagriómorphos Transliteration B: syagriomorphos Transliteration C: syagriomorfos Beta Code: suagrio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A like a wild boar, prob. in Orph.A.979.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].