συνδέχομαι
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A receive as a guest, POxy.1162.8 (iv A.D.).
Greek Monolingual
Α δέχομαι
υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον ως ξένο.
Greek Monolingual
Α δέχομαι
υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον ως ξένο.