σκηπτροβάμων

From LSJ
Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτροβάμων Medium diacritics: σκηπτροβάμων Low diacritics: σκηπτροβάμων Capitals: ΣΚΗΠΤΡΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: skēptrobámōn Transliteration B: skēptrobamōn Transliteration C: skiptrovamon Beta Code: skhptroba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.

Greek Monolingual

και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Russian (Dvoretsky)

σκηπτροβάμων: 2, gen. ονος Soph. v. l. = σκηπτοβάμων.