ἐξαυτομολέω

Revision as of 22:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A desert from a place, πρός τινα Ar.Nu.1104.    II Pass., to be betrayed by deserters, τὸ σύνθημα Aen.Tact.24.16.

German (Pape)

[Seite 874] verstärktes simplex, Ar. Nubb. 1088 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυτομολέω: αὐτομολῶ ἔκ τινος τόπου, ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 1104. ΙΙ. Παθ., προδίδομαι ὑπ’ αὐτομολησάντων, οὕτω γὰρ ἂν ἥκιστα... ἐξαυτομολοῖτο τὸ σύνθημα Αἰτ. Τακτ. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déserter à l’ennemi.
Étymologie: ἐξ, αὐτομολέω.

Greek Monotonic

ἐξαυτομολέω: μέλ. —ήσω , αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυτομολέω: перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to desert from a place, Ar.