λιποτακτώ

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

(AM λιποτακτῶ, -έω) λιποτάκτης
εγκαταλείπω αυθαίρετα και αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού όπου υπηρετώ, γίνομαι λιποτάκτης
νεοελλ.-μσν.
εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου σε μια κοινή προσπάθεια ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα.