ἐποκλάζω
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
A cower with bent knees upon, τῇ γῇ Hld.4.17.
German (Pape)
[Seite 1007] darauf niederducken, niederkauern, γῇ Heliod. 4, 17; γαίῃ Agath. prooem. 50 (IV, 3)
Greek (Liddell-Scott)
ἐποκλάζω: ὀκλάζω, γονατίζω ἐπί τινος, τῇ γῇ συνεχὲς ἐποκλάζοντες, ἐπὶ ὀρχουμένων, Ἡλιόδ. 4. 17.
Greek Monolingual
ἐποκλάζω (Α)
λυγίζω τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκλάζω «λυγίζω τα γόνατα»].
Russian (Dvoretsky)
ἐποκλάζω: сидеть на корточках или на коленях (γαίῃ Anth.).