δοτέος

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτέος Medium diacritics: δοτέος Low diacritics: δοτέος Capitals: ΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: dotéos Transliteration B: doteos Transliteration C: doteos Beta Code: dote/os

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)

   A to be given, Hdt.8.111.    II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.

Greek Monotonic

δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.

Middle Liddell

δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.