συνεπιφύομαι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
A to be attached together with, Gal.2.446, 18(2).975.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιφύομαι
μσν.
μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση
αρχ.
είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιφύομαι
μσν.
μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση
αρχ.
είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.