φανερομισής

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερομῑσής Medium diacritics: φανερομισής Low diacritics: φανερομισής Capitals: ΦΑΝΕΡΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: phaneromisḗs Transliteration B: phaneromisēs Transliteration C: faneromisis Beta Code: faneromish/s

English (LSJ)

ές (v.l. φᾰνερό-μῑσος, ον),

   A openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.

Greek Monolingual

-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο-μισής].