ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Full diacritics: νᾱϊκός | Medium diacritics: ναϊκός | Low diacritics: ναϊκός | Capitals: ΝΑΪΚΟΣ |
Transliteration A: naïkós | Transliteration B: naikos | Transliteration C: naikos | Beta Code: nai+ko/s |
ή, όν,
A of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).
ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.