νυκταυγής
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Full diacritics: νυκταυγής | Medium diacritics: νυκταυγής | Low diacritics: νυκταυγής | Capitals: ΝΥΚΤΑΥΓΗΣ |
Transliteration A: nyktaugḗs | Transliteration B: nyktaugēs | Transliteration C: nyktavgis | Beta Code: nuktaugh/s |
ές,
A shining by night, Cat.Cod.Astr.1.173.
νυκταυγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει κατά τη νύκτα, λαμπερός κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].