προικίδιος
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
α, ον,
A forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443.
German (Pape)
[Seite 725] = προίκειος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].