τετράπαλαι
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A four times long ago, i.e. long long ago, Call.Epigr.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπαλαι: [ᾰ], Ἐπίρρ., τετράκις πάλαι, πολὺ πρὸ πολλοῦ, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 80, πρβλ. δεκάπαλαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πάρα πολύ παλιά, πριν από πολύ χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α)- + πάλαι.
Russian (Dvoretsky)
τετράπᾰλαι: (ρᾰ) adv. чрезвычайно давно Anth.