Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: χθονορῐφής | Medium diacritics: χθονοριφής | Low diacritics: χθονοριφής | Capitals: ΧΘΟΝΟΡΙΦΗΣ |
Transliteration A: chthonoriphḗs | Transliteration B: chthonoriphēs | Transliteration C: chthonorifis | Beta Code: xqonorifh/s |
ές, (ῥίπτω)
A flung on the ground, PMag.Par.1.196.
-ές, Α
1. καλυμμένος με χώμα
2. ριγμένος καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. ἐ-ρρίφ-θην), πρβλ. ἀερο-ριφής, χαμαι-ριφής].