ἐπιτροχασμός
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
ὁ,
A rapid succession of statements, as a figure of speech, Phld.Herc.862.14(pl.), Alex. Fig.1.17, Phoeb.Fig.2.1.
German (Pape)
[Seite 997] ὁ, das Darüberhinlaufen, kurzes u. flüchtiges Berühren einer Sache in der Rede, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχασμός: ὁ, «ἐπιτροχασμός ἐστιν ὀνομασία πραγμάτων κατὰ μόνην ἀπαρίθμησιν γινομένη, ἄνευ τῆς περὶ αὐτῆς διηγήσεως» Φοιβάμμ. περὶ Σχημ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 505, Ἀλέξανδρ. π. Σχημ. αὐτόθι 450, ἴδε καὶ 656, 701.