σαρκογονία

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκογονία Medium diacritics: σαρκογονία Low diacritics: σαρκογονία Capitals: ΣΑΡΚΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: sarkogonía Transliteration B: sarkogonia Transliteration C: sarkogonia Beta Code: sarkogoni/a

English (LSJ)

ἡ, (γενέσθαι)

   A formation of flesh, ἐξ αἵματος Porph.Antr.14.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκογονία: ἡ, (γενέσθαι) σαρκικὴ γέννησις, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να γεννιέται κανείς από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -γονία (< -γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κοσμογονία, πρωτο-γονία].