χειμόσπορος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμόσπορος Medium diacritics: χειμόσπορος Low diacritics: χειμόσπορος Capitals: ΧΕΙΜΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: cheimósporos Transliteration B: cheimosporos Transliteration C: cheimosporos Beta Code: xeimo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A sown in winter, ib.4.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

χειμόσπορος: -ον, ὁ σπειρόμενος ἐν καιρῷ χειμῶνος, χειμόσποροι πυροὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για καρπό) αυτός που τον σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό-σπορος, πρωΐ-σπορος].