Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμπελοτρόφος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοτρόφος Medium diacritics: ἀμπελοτρόφος Low diacritics: αμπελοτρόφος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ampelotróphos Transliteration B: ampelotrophos Transliteration C: ampelotrofos Beta Code: a)mpelotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A nurturing vines, B.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοτρόφος: -ον, γῆ, ἡ ἀμπέλους τρέφουσα ἢ παράγουσα, Ψελλ. ᾆσμ. ᾀσμ. 1. 14. Βοασσ.

Spanish (DGE)

-ον criador de viñas B.6.5.

Greek Monolingual

ἀμπελοτρόφος, -ον (Α)
(γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -τροφος < τρέφω.