ἀπαραχώρητος

From LSJ
Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραχώρητος Medium diacritics: ἀπαραχώρητος Low diacritics: απαραχώρητος Capitals: ΑΠΑΡΑΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aparachṓrētos Transliteration B: aparachōrētos Transliteration C: aparachoritos Beta Code: a)paraxw/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A not giving ground, staunch, Plb.1.61.3. Adv. -τως, διακεῖσθαι περί τινος Id.5.106.5.    2 refusing to retire, unyielding, τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας D.H.10.19; φιλαρχία ἀ. 10.54, cf. Plu. 2.10a.    II Pass., not permitted, Sch.Opp.H.5.416.

German (Pape)

[Seite 280] nicht ausweichend, standhaft, Pol. 1, 61 u. Sp.; ἀπαραχωρήτως διακεῖσθαι περὶ τῶν πρωτείων, Niemand weichen wollen, Pol. 5, 106; unnachgiebig, Plut. ed. lib. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραχώρητος: -ον, ὁ μὴ παραχωρῶν, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Πολύβ. 2. 61, 3: ― Ἐπίρρ. -τως, διακεῖσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 5. 106, 5. ΙΙ. ἀνένδοτος, Διον. Ἁλ. 10. 19, Πλούτ. 2. 10Α.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no permitido Sch.Opp.H.5.416.
2 que no cede terreno, que no se retira, firme ἄνδρες Plb.1.61.3, φιλαρχία ἀ. D.H.10.54, ἀπαραχώρητοι ἐν ταῖς ζητήσεσιν Plu.2.10a
subst. τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας la negativa a retirarse de los cargos D.H.10.19.
II adv. -ως sin ceder διακεῖσθαι Plb.5.106.5, ἀ. ἄμφω ἔχοντες no estando ninguno de los dos dispuesto a ceder Ps.C.C.p.210.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαραχώρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί
αρχ.-μσν.
ο ανεπίτρεπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν υποχωρεί, ο σταθερός στις αποφάσεις του, ανένδοτος
2. αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραχώρητος: не отступающий, неуступчивый, стойкий Polyb., Plut.