ἀντιφάσκω

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφάσκω Medium diacritics: ἀντιφάσκω Low diacritics: αντιφάσκω Capitals: ΑΝΤΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: antipháskō Transliteration B: antiphaskō Transliteration C: antifasko Beta Code: a)ntifa/skw

English (LSJ)

   A contradict, ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11; to be in contradiction, Simp.in Ph.1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα contradictories, Id.in Cat.44.21, cf. 19.21; ὁ ἀντιφάσκων the opponent in argument, Phld.Po.2.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφάσκω: ἀντιλέγω, ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ.

Spanish (DGE)

contradecir ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11
oponerse τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.in Ph.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.in Cat.44.21, cf. 19.21
ὁ ἀντιφάσκων el oponente en una discusión, Phld.Po.B.27.1.

Greek Monolingual

ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.